θαλασσόλυκος

θαλασσόλυκος
ο опытный моряк, морской волк

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θαλασσόλυκος" в других словарях:

  • θαλασσόλυκος — ο 1. ο πολύ έμπειρος ναυτικός, αυτός που έχει ταξιδεύσει για πολύ καιρό και έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υποστεί πολλά δεινά στη ζωή του και τά έχει αντιμετωπίσει με θάρρος και ηρωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόλυκος — ο έμπειρος ναυτικός που πέρασε τη ζωή του μέσα στη θάλασσα: Το πλήρωμα του πλοίου του το αποτελούσαν θαλασσόλυκοι από την Ύδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοπούλι — το 1. γενική κοινή ονομασία πουλιών που ζουν κοντά στη θάλασσα ή είναι γνήσια πελαγικά 2. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος 3. μικρό ταχύπλοο σκάφος …   Dictionary of Greek

  • καραβόσκυλος — ο και καραβόσκυλο, το 1. ο σκύλος τού καραβιού που παραμένει διαρκώς μέσα στο πλοίο για να τό φυλάγει 2. άγριος και μεγαλόσωμος σκύλος 3. (για πρόσ.) άγριος, ακοινώνητος, αγριάνθρωπος 4. (για ναυτικούς) αυτός που σπάνια βγαίνει από το πλοίο,… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • γεμιτζής — ο (λ. τουρκ.), έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερόλυκος — ο 1. γέρικος λύκος. 2. έμπειρος ναυτικός, ο θαλασσόλυκος: Ο γερόλυκος δε φοβάται τις φουρτούνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»